Πριν αποφασίσω να σοβαρευτώ επαγγελματικά και να κυνηγήσω αυτό που σπούδασα είχα κάνει διάφορες δουλειές. Πάντα είχα την βεβαιότητα ότι για την υπόλοιπη ζωή μου θα κάνω σοβαρά επαγγέλματα οπότε σαν φοιτήτρια επέλεγα να κάνω ότι πιο κουλό. Οι φίλοι μου τα καλοκαίρια πηγαίνανε και δουλεύανε σε λογιστήρια ή κάνανε πρακτική σε τράπεζες. Εγώ από την άλλη έψαχνα τρόπους να αποφύγω μια ζωή γραφείου. Έλεγα ότι αυτό θα το κάνω μια ζωή, οπότε τώρα ήταν η ώρα για να κάνω δουλειές του ποδαριού.
Τα πρώτα μου χρήματα τα έβγαλα σαν κομπάρσος. Και όχι κομπάρσος σε ό,τι και ό,τι. Ποιότητα παρακαλώ. Είχαμε μόλις τελειώσει ένα μάθημα στο πανεπιστήμιο και γυρνούσα σπίτι όταν συνάντησα στο δρόμο ένα συμφοιτητή μου. Τον ρώτησα που πάει και αυτός μου είπε ότι ψάχνουν για κομπάρσους στο δημοτικό θέατρο του Πειραιά για μια ταινία. Άλλο που δεν ήθελα και εγώ τον ακολούθησα στην οντισιόν. Εκεί γράψανε τα ονόματα μας σε ένα χαρτί και μας είπαν να πάμε την επόμενη μέρα εφτά η ώρα το πρωί. Η τέχνη θέλει θυσίες σκέφτηκα και το επόμενο πρωί αξημέρωτα ήμουν στο θέατρο. Ακόμα δεν ήξερα ούτε τι γυρίζουνε, ούτε ποιος το γυρίζει. Καθόμασταν σε μια γωνιά με τον φίλο μου και κάναμε πλάκα, ότι δε θα χρειαστεί να κάνουμε πολλά παρά μόνο να μουγκρίζουμε αισθησιακά και ότι για τσόντα ήταν πολύ ακριβή παραγωγή. Μετά από λίγο ήρθε και κάθησε δίπλα μου ένας τυπάκος "ξέρεις τι γυρίζουμε? τον ρώτησα και μόνο που δεν έβγαλε μαστίγιο να με μαστιγώσει. "Είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας του Θεόδωρου Αγγελόπουλου με το όνομα "Το λιβάδι που δακρύζει" μου απάντησε γεμάτος αηδία για την άτεχνη και ανόητη συνκομπάρσα του. "Σιγά τον άρχοντα των δαχτυλιδιών" απάντησα εγώ δυσχεραίνοντας και άλλο τη θέση μου. Ο τυπάκος πλέον ήθελε να με φτύσει. Ευτυχώς η ώρα για μακιγιάζ είχε έρθει και έτσι την γλίτωσα. Βασικά είχε έρθει η ώρα για ντεμακιγιάζ. Αφού αφαίρεσαν κάθε είδους μακιγιάζ από πάνω μας και αφού βάλαν τρίχες σε όσα σημεία θεωρούσαν ότι υπήρχε έλλειψη μας έστειλαν στο βεστιάριο για να αλλάξουμε ρούχα. "Α η Χρύσα Ρώπα " αναφώνησα μόλις είδα την κυρία στο βεστιάριο. "Είναι η αδερφή της. Είναι η ενδυματολόγος" μου απάντησε μια κοπελιά με πολύξερο ύφος. Εκεί αποφάσισα ότι ο χώρος του θεάτρου είναι γεμάτος ψώνια και δε με σηκώνει...
Αφού ντυθήκαμε με ρούχα της τελευταίας σεζόν που ακόμα και η γιαγιά μου θα ζήλευε, μας άφησαν σε ένα χώρο να περιμένουμε. Και να περιμένουμε.... Τα νεύρα μου είχαν αρχίσει να τσιτώνουν από την αναμονή. Μετά από λίγο έρχεται ένας άνθρωπος της παραγωγής και μου λέει "Τι κάθεσαι εσύ εδώ? Πήγαινε γρήγορα να χτενιστείς και να ντυθείς." Για να καταλάβετε την εμφάνιση μου θα σας πω ότι μου είχαν δώσει να φοράω ένα θαλασσί φόρεμα ως κάτω από το γόνατο με λευκό γιακαδάκι και μου είχαν πιάσει τα μαλλιά στεφανάκι πάνω από το κεφάλι... Μια ομορφιά δηλαδή. "Άνθρωπε μου είσαι καλά? Λες να ήρθα έτσι από το σπίτι μου?" του απάντησα και αυτός με κοίταξε με ένα τρόπο σαν να μου λέει "γιατί τι έχεις?". Χωρίς αμφιβολία ήταν ένας άνθρωπος της μόδας.
Η ταινία πραγματευόταν την εποχή μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Εμείς ήμασταν πρόσφυγες που μέναμε μέσα στο δημοτικό θέατρο. Μας έδειξαν λοιπόν τα θεωρεία που και καλά θα ήταν το σπίτι μας, μας έδωσαν και από ένα φανάρι και μας άφησαν να περιμένουμε ξανά. Ποτέ δε φανταζόμουνα πόση ώρα θέλει για να γυριστεί μια σκηνή στον κινηματογράφο. Η σκηνή που γυρίζαμε σε κινηματογραφικό χρόνο πρέπει να ήταν 2'. Σε πραγματικό χρόνο εμείς κάναμε 10 ώρες. "Πολύ καλό. Μπράβο σε όλους." φώναζε ο Αγγελόπουλος. "Πάμε άλλη μία" έλεγε μετά και εμένα μου ερχόταν να κάνω ελεύθερη πτώση από το θεωρείο στην πλατεία.
Η ώρα είχε φτάσει ήδη 19:00. Που σημαίνει ότι είχαμε κλείσει ένα δωδεκάωρο γυρισμάτων. Ευτυχώς ο ρόλος μου ήταν καθιστός αλλιώς δε θα την είχα παλέψει. Αυτά ήταν τα πρώτα μου 30€ και τα τελευταία που έβγαλα από αυτόν τον χώρο. Την ταινία ακόμα δεν έχω αξιωθεί να τη δω. Εάν όμως την δείτε εσείς, εκεί στη σκηνή που μπαίνει ένα γέρος μέσα στο θέατρο και φωνάζει "Γιε μου η γυναίκα που κρατάς είναι η γυναίκα μου" κοιτάξτε πάνω αριστερά και ίσως να με δείτε....