Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Αναμνήσεις μιας Χριστίνας.

Πριν αποφασίσω να σοβαρευτώ επαγγελματικά και να κυνηγήσω αυτό που σπούδασα είχα κάνει διάφορες δουλειές. Πάντα είχα την βεβαιότητα ότι για την υπόλοιπη ζωή μου θα κάνω σοβαρά επαγγέλματα οπότε σαν φοιτήτρια επέλεγα να κάνω ότι πιο κουλό. Οι φίλοι μου τα καλοκαίρια πηγαίνανε και δουλεύανε σε λογιστήρια ή κάνανε πρακτική σε τράπεζες. Εγώ από την άλλη έψαχνα τρόπους να αποφύγω μια ζωή γραφείου. Έλεγα ότι αυτό θα το κάνω μια ζωή, οπότε τώρα ήταν η ώρα για να κάνω δουλειές του ποδαριού.

Τα πρώτα μου χρήματα τα έβγαλα σαν κομπάρσος. Και όχι κομπάρσος σε ό,τι και ό,τι. Ποιότητα παρακαλώ. Είχαμε μόλις τελειώσει ένα μάθημα στο πανεπιστήμιο και γυρνούσα σπίτι όταν συνάντησα στο δρόμο ένα συμφοιτητή μου. Τον ρώτησα που πάει και αυτός μου είπε ότι ψάχνουν για κομπάρσους στο δημοτικό θέατρο του Πειραιά για μια ταινία. Άλλο που δεν ήθελα και εγώ τον ακολούθησα στην οντισιόν. Εκεί γράψανε τα ονόματα μας σε ένα χαρτί και μας είπαν να πάμε την επόμενη μέρα εφτά η ώρα το πρωί. Η τέχνη θέλει θυσίες σκέφτηκα και το επόμενο πρωί αξημέρωτα ήμουν στο θέατρο. Ακόμα δεν ήξερα ούτε τι γυρίζουνε, ούτε ποιος το γυρίζει. Καθόμασταν σε μια γωνιά με τον φίλο μου και κάναμε πλάκα, ότι δε θα χρειαστεί να κάνουμε πολλά παρά μόνο να μουγκρίζουμε αισθησιακά και ότι για τσόντα ήταν πολύ ακριβή παραγωγή. Μετά από λίγο ήρθε και κάθησε δίπλα μου ένας τυπάκος "ξέρεις τι γυρίζουμε? τον ρώτησα και μόνο που δεν έβγαλε μαστίγιο να με μαστιγώσει. "Είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας του Θεόδωρου Αγγελόπουλου με το όνομα  "Το λιβάδι που δακρύζει" μου απάντησε γεμάτος αηδία για την άτεχνη και ανόητη συνκομπάρσα του. "Σιγά τον άρχοντα των δαχτυλιδιών" απάντησα εγώ δυσχεραίνοντας και άλλο τη θέση μου. Ο τυπάκος πλέον ήθελε να με φτύσει. Ευτυχώς η ώρα για μακιγιάζ είχε έρθει και έτσι την γλίτωσα. Βασικά είχε έρθει η ώρα για ντεμακιγιάζ. Αφού αφαίρεσαν κάθε είδους μακιγιάζ από πάνω μας και αφού βάλαν τρίχες σε όσα σημεία θεωρούσαν ότι υπήρχε έλλειψη μας έστειλαν στο βεστιάριο για να αλλάξουμε ρούχα. "Α η Χρύσα Ρώπα " αναφώνησα μόλις είδα την κυρία στο βεστιάριο. "Είναι η αδερφή της. Είναι η ενδυματολόγος" μου απάντησε μια κοπελιά με πολύξερο ύφος. Εκεί αποφάσισα ότι ο χώρος του θεάτρου είναι γεμάτος ψώνια και δε με σηκώνει...

Αφού ντυθήκαμε  με ρούχα της τελευταίας σεζόν που ακόμα και η γιαγιά μου θα ζήλευε, μας άφησαν σε ένα χώρο να περιμένουμε. Και να περιμένουμε.... Τα νεύρα μου είχαν αρχίσει να τσιτώνουν από την αναμονή. Μετά από λίγο έρχεται ένας άνθρωπος της παραγωγής και μου λέει "Τι κάθεσαι εσύ εδώ? Πήγαινε γρήγορα να χτενιστείς και να ντυθείς." Για να καταλάβετε την εμφάνιση μου θα σας πω ότι μου είχαν δώσει να φοράω ένα θαλασσί φόρεμα ως κάτω από το γόνατο με λευκό γιακαδάκι και μου είχαν πιάσει τα μαλλιά στεφανάκι πάνω από το κεφάλι... Μια ομορφιά δηλαδή. "Άνθρωπε μου είσαι καλά? Λες να ήρθα έτσι από το σπίτι μου?" του απάντησα και αυτός με κοίταξε με ένα τρόπο σαν να μου λέει "γιατί τι έχεις?". Χωρίς αμφιβολία ήταν ένας άνθρωπος της μόδας.

Η ταινία πραγματευόταν την εποχή μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Εμείς ήμασταν πρόσφυγες που μέναμε μέσα στο δημοτικό θέατρο. Μας έδειξαν λοιπόν τα θεωρεία που και καλά θα ήταν το σπίτι μας, μας έδωσαν και από ένα φανάρι και μας άφησαν να περιμένουμε ξανά. Ποτέ δε φανταζόμουνα πόση ώρα θέλει για να γυριστεί μια σκηνή στον κινηματογράφο. Η σκηνή που γυρίζαμε σε κινηματογραφικό χρόνο πρέπει να ήταν 2'. Σε πραγματικό χρόνο εμείς κάναμε 10 ώρες. "Πολύ καλό. Μπράβο σε όλους." φώναζε ο Αγγελόπουλος. "Πάμε άλλη μία" έλεγε μετά και εμένα μου ερχόταν να κάνω ελεύθερη πτώση από το θεωρείο στην πλατεία.

Η ώρα είχε φτάσει ήδη 19:00. Που σημαίνει ότι είχαμε κλείσει ένα δωδεκάωρο γυρισμάτων. Ευτυχώς ο ρόλος μου ήταν καθιστός αλλιώς δε θα την είχα παλέψει. Αυτά ήταν τα πρώτα μου 30€ και τα τελευταία που έβγαλα από αυτόν τον χώρο. Την ταινία ακόμα δεν έχω αξιωθεί να τη δω. Εάν όμως την δείτε εσείς, εκεί στη σκηνή που μπαίνει ένα γέρος μέσα στο θέατρο και φωνάζει "Γιε μου η γυναίκα που κρατάς είναι η γυναίκα μου" κοιτάξτε πάνω αριστερά και ίσως να με δείτε....


Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Liebster awards, The History

Η Giota Mavreli από το http://4lifeidea.blogspot.gr/ μου έστειλε ένα βραβείο και την ευχαριστώ πάρα πολύ. Αυτό:


Και τι κάνει κάθε blogger που σέβεται τον εαυτό του? Λέει ευχαριστώ, απαντάει στις ερωτησούλες και δημοσιεύει. Σωστά? Ναι. Αλλά αυτό το κάνει κάθε blogger που σέβεται τον εαυτό του όχι κάθε blogger που έχει πειραγμένη βίδα στον εγκέφαλο. Πάντα απορούσα ποιος τα ξεκινάει αυτά τα παιχνίδια. Έτσι άρχισα μια διεστραμένη ιστορική αναδρομή στα liebster awards. Πότε ξεκίνησαν? Ποιος τα ξεκίνησε? Ποιος τα παρουσίασε? Ποιοι διάσημοι καλεσμένοι βρέθηκαν εκεί? Τι φόρεσαν? Ώπα κάτσε ξέφυγα.

Άρχισα λοιπόν σιγά σιγά να ξετυλίγω το κουβάρι των  liebster awards. Στη Γιώτα το χάρισε η http://neamanoulaa.blogspot.gr/, σε αυτή το είχε χαρίσει το http://delfinaki-sunset.blogspot.gr,που το είχε χαρίσει η http://journeytofantasy.blogspot.gr/, που με τη σειρά της της το είχε χαρίσει η http://thecosmicsecret.blogspot.gr/ που της το είχε χαρίσει η...! Ουπς, πρόβλημα σε αυτή το έχουν χαρίσει δύο! 

Λύση προβλήματος. Έστω ότι της το είχε χαρίσει η http://whathappensnowat.blogspot.gr/   εάν οδηγηθούμε σε άτοπο τότε σημαίνει ότι η αρχική μας υπόθεση ήταν λάθος και συνεπώς η σωστή λύση είναι η   http://soundtrackofmy-e-life.blogspot.gr/Εμμένουμε δηλαδή στην αρχική μας υπόθεση και συνεχίζουμε... Που είχαμε μείνει? Α, ναι. Που της το είχε χαρίσει η http://notebookofclaire.blogspot.gr, που δεν το κατάλαβε γιατί εκείνη την ώρα κοίταζε την Πολυχρονοπούλου που πρόσεχε τη Γιαντικιάρογλου που μιλούσε με τη Ξανθοπούλου...

Anyway... Μετά από 1.365 beauty blogs  έμαθα ότι αυτη η ιστορία κρατάει από πέρυσι τον Οκτώβριο (και μάλλον πολύ πιο πίσω, βαρέθηκα να συνεχίσω) και ότι τον χειμώνα θα φορεθούν τα σκούρα μανό. Έτσι έληξε άδοξα η αναζήτηση της αλήθειας καθώς το πήρα απόφαση πως ποιο εύκολα θα μάθω εάν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα παρά ποιος ξεκινάει τα βραβεία. Έτσι θα χαλαρώσω και θα το απολαύσω απαντήσω στις παρακάτω ερωτήσεις:


  • το αγαπημένο μου φαγητό: Αχ αυτή η ερώτηση ήταν η χειρότερη μου όταν ήμουνα μικρή. Ημουν πολύ κακόφαγη ,σε σημείο ασιτίας, με ρωτούσαν λοιπόν ποιο φαγητό είναι το αγαπημένο σου και εγώ απαντούσα πατάτες τηγανιτές και γαλατόπιτα. Το άκουγε η έρμη η μάνα και την επόμενη μέρα είχαμε γαλατόπιτα για φαγητό. "Δε μ' αρέσει η γαλατόπιτα, εμένα οι πατάτες τηγανιτές μου αρέσουν" απαντούσα εγώ και αρνούμουν να φάω. Σας αφήνω να μαντέψετε τι απαντούσα όταν μου έφτιαχνε πατάτες τηγανιτές. Πλέον είμαι το πιο καλόβολο πλάσμα στον κόσμο όσον αφορά το φαγητό! Οπότε δε ξέρω τι να απαντήσω. Μάλλον οι μακαρονάδες!
  • δεν μου αρέσει στους ανθρώπους: η έλλειψη παιδείας
  • μου αρέσει οι άνθρωποι με τους οποίους κάνω παρέα: να καταλαβαίνουν το χιούμορ μου και να μην πρέπει να εξηγήσω τι είπα και γιατί το είπα. Μερικές φορές το χιούμορ μου είναι μαύρο και άκρως παρεξηγήσιμο!
  • με ηρεμεί: η θάλασσα.
  • αγαπώ: τη ζωή. Και με αγαπά και αυτή!
  • με νευριάζει:   Ο ήχος του τηλεφώνου όταν τρώω, όταν κουβαλάω τσάντες, όταν ψάχνω τα κλειδιά μου, όταν κυνηγάω το μετρό, όταν προσπαθώ να κοιμηθώ, όταν μιλάω με κάποιον... Χρειάζεται να συνεχίσω?
  • δεν αποχωρίζομαι ποτέ: τα κλειδιά μου.
  • όταν ήμουνα μικρή χάζευα συστηματικά αφίσες: δεν ήμουν από τα παιδιά με αφίσες στο δωμάτιο μου. Η μαμά μου δε με άφηνε για να μη λερώσω τους τοίχους. Ποιος μίλησε για καταπίεση?


Το βραβειάκι το χαρίζω σε σας...
Δικό σας. Εϊ, ψιτ αναγνώστα.... Τσίμπα ένα .......βραβείο.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Συ μου χάραξες πορεία....

Έξω από το παράθυρο μου ακούω φωνές. Ντουντούκες και συνθήματα. Έχει και σήμερα πορεία. Δε βλέπω ποιοι είναι. Μάλλον δάσκαλοι, καθηγητές... Άνθρωποι, μάλλον μορφωμένοι, που πλέον δουλεύουν για 600€. -Έχω μια συμπάθεια για αυτόν τον κλάδο. Οικογενειακές υποθέσεις.- Προσπαθώ να ακούσω τα συνθήματα αλλά δεν τα καταφέρνω. Η ντουντούκα είναι βραχνή και αυτός που εκφωνεί τα συνθήματα έχει ένα περίεργο γρέζι στη φωνή που δεν  μπορώ να καταλάβω εάν είναι από απόγνωση, από οργή ή απλά από συνδικαλισμό.

Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του γραφείου μου και μπαίνει μέσα ένας συνάδελφος μου με ένα νεαρό κύριο. Από αυτούς τους κουστουμαρισμένους με το μπλαζέ ύφος. Γύρω στα τριάντα πέντε με ακριβό κουστούμι και ακριβή κολόνια. "Πώς μπορείς και δουλεύεις με τόση φασαρία? με ρωτάει με ξινισμένο ύφος. Σκέφτομαι να του απαντήσω ότι μου τελείωσε το παντεσπάνι και δεν έχω τι να τους πετάξω για να σταματήσουν αλλά τελικά του απαντώ ότι όλα είναι μια συνήθεια. Ο νεαρός κύριος παίρνει ακόμα πιο μπλαζέ ύφος και συνεχίζει, "Ω ναι, θυμάμαι μια φορά όταν ήμουν στο γραφείο ενός υπουργού και αυτός το ίδιο μου είχε απαντήσει, μμμ ποιος υπουργός ήταν? Δε θυμάμαι... " Εδώ κοντεύουμε να συνηθίσουμε τους μαλάκες πήγα να του πω αλλά τελικά χαμογέλασα γλυκά και τους λέω να περιμένουν γιατί το Big Βoss έλειπε σε μια συνάντηση. Μετά από λίγο έρχεται και το Big Βoss και περνάνε στο γραφείο του. Περιμένω να ακούσω συστάσεις. Nada! Περιμένω να ακούσω κάτι σε τύπου συνέντευξη και ακούω γελάκια και συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Ω, μα ναι μικρή μου ηλίθια, φυσικά γνωρίζονται. Σιγά μην ήρθε να δώσει βιογραφικό. Νέος συνάδελφος λοιπόν! Καλώς τα δεχτήκαμε! 

Έχουν αφήσει τη πόρτα ανοιχτή και ακούω τη συζήτηση. Ο νεαρός κύριος λέει για το δράμα που περνούσε στην προηγούμενη δουλειά του. Δούλευε από το πρωί μέχρι τις 19:00 για 2.500€. Jesus δηλαδή. Έτσι μου ήρθε να ανοίξω το παράθυρο να φωνάξω στους απ' έξω να κάνουν ησυχία για να ακούσουν τα πραγματικά δράματα και να πουν δόξα σοι ο Θεός για την τύχη τους. Που έχουν το θράσος και διαδηλώνουν. Η συζήτηση συνεχίστηκε αλλά εγώ τους βαρέθηκα και σταμάτησα να τους ακούω. Αλλά σε κάποια φάση το αυτί μου έπιασε τη λέξη κλειδί. ΕΡΤ! 

Απολυμένος της ΕΡΤ λοιπόν! Είδες τελικά? Άπαξ και βρεθείς σε γραφείο υπουργού, δεν πας χαμένος!



Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Στου Κουφονησιού τη πόρτα...


Από Σχοινούσα φύγαμε για Κουφονήσια το μεσημέρι με ένα καραβάκι της άγονης γραμμής. Η απόσταση μεταξύ των δυο νησιών είναι καμιά ώρα και έτσι νωρίς το μεσημέρι φτάσαμε στο Άνω Κουφονήσι. Από την αρχή αυτό που έκανε εντύπωση ήταν τα νερά. Δεν έχω δει πιο καθαρά νερά και ειδικά σε λιμάνι! Είχα ακούσει ότι τα Κουφονήσια λένε ότι είναι οι Μαλδίβες της Ελλάδας. Μαλδίβες δεν έχω πάει αλλά τα νερά είναι όντως εξωτικά και οι παραλίες έχουν αυτή τη λεπτή άμμο, την σαν αλεύρι. Την άμμο που χαίρεσαι να βουλιάζεις τα πόδια σου μέσα, την άμμο που θες να σε θάψουν σε αυτήν, την άμμο που θες να χτίσεις κάστρα και την άμμο που όταν γυρνάς σπίτι θες απλά να εξαφανιστεί αλλά τη βρίσκεις παντού. Στο μπάνιο, στο κινητό, ακόμα και στο ψυγείο!

Η θέα από το δωμάτιο μας
Με το που φτάσαμε πήγαμε στα δωμάτια, αφήσαμε τα πράγματα μας και φύγαμε για την παραλία. Στα κουφονήσια δεν παίζουν ενοικιαζόμενα μηχανάκια κτλ. Εχει περπάτημα και εάν θες ποδήλατα. Εμείς προτιμήσαμε να περπατήσουμε. Το νησί έχει τρεις παραλίες στη σειρά, ανάμεσα τους και τη διάσημη Ιταλίδα, μετά έχει μερικά βραγχώδη κολπάκια και αμέσως μετά άλλη μία παραλία. Και αυτές είναι όλες οι παραλίες του νησιού. Το να πας Αυγουστο στα Κουφονήσια ισοδυναμεί με το να πας 15αγουστο στην Τήνο! Μου το λέγανε και δεν το πίστευα. Όταν όμως αναγκαστήκαμε να περιμένουμε να σηκωθεί από την παραλία μια παρέα έτσι ώστε να βρούμε χώρο να βάλουμε δυο πετσέτες συνειδητοποίησα ότι ίσως ήταν και χειρότερα. Είδικά όταν έχεις αφήσει πίσω σου μια Σχοινούσα με μια ιδιωτική σχεδόν παραλία, η απογοήτευση είναι διπλή. Τα αγόρια της παρέας κάνανε σαν 50αρες στην εμμηνόπαυση. "Πώς είναι έτσι εδώ? Χάλια είναι. Τι κόσμος. Τι κλαρινογαμπροί είναι αυτοί... Πω πω πότε θα φύγουμε. Δεν έχει ίσκιο. Έχει αέρα. Σαν να έχουμε έρθει στη Μύκονο είναι". Και όλα αυτά υψωμένα στο τετράγωνο και πολλαπλασιασμένα επί τέσσερα.

Αριστερά: Η παραλία Ιταλίδα (στο βάθος)/ Δεξιά: Η παραλία στο λιμάνι
Το βράδυ κάναμε μια βόλτα στο χωριό και ενώ αναμέναμε να γίνετε της κακομοίρας και εκεί, τα πράγματα ήταν παραδόξως ήσυχα. Οι κλαρινογαμπροί είτε δε βγαίνανε βράδυ, είτε είχαν πάθει ηλίαση και ξερνούσαν σπίτι τους, είτε βγαίνανε αργότερα. Στη βόλτα μας συναντήσαμε και κάποιους γνωστούς των φίλων μας .Αυτοί οι φίλοι των φίλων είναι -πως να τους περιγράψω τώρα?- ας τους πούμε μούφα celebrities. Από αυτούς που παίζει να τους έχεις δει και σε κανένα Hello  αλλά δεν τους ξέρεις και ούτε πρόκειται να τους θυμάσαι. Τα παιδιά, οι μούφα celebrities ντε, ήταν σκαφάτοι και μιας και είχαν και κότερο μας πρότειναν να μας πάνε μια βόλτα την επόμενη μέρα. Αλλά ο Ποσειδώνας είχε αντίθετα σχέδια και έτσι καθήσαμε στα αβγά μας. Καθήσαμε λοιπόν σε ένα καφέ στη παραλία και τα αγόρια παίζανε τάβλι και εμείς τα κορίτσια μαυρογκαγκανιάζαμε στον ήλιο. Σε κάποια φάση σηκώνεται στην παραλία ένας τρελός αέρας, να σηκώνει την άμμο και να σε μαστιγώνει. Εμένα που ήμουν βρεγμένη και πασαλειμένη με αντηλιακό με έκανε σαν αμμοβολή. Μαζεύουμε με τη φίλη μου άρον άρον τα συμπράκαλά μας και ανεβαίνουμε σαν ανεμοδαρμένες στο καφέ. Είχα γίνει καφέ, όχι από τον ήλιο αλλά από την άμμο. Έβγαλα άμμο ακόμα και από το αυτί μου και περιττό να πω ότι έβρισκα άμμο στα πράγματα μου ακόμα και τρεις μέρες μετά. "Τι πάθατε" μας ρωτάνε τα αγόρια και πάνω που πάω να πω ότι σηκώθηκε ένας ανεμοστρόβιλος που όμοιο του δεν έχει ξαναδεί ούτε η Οκλαχόμα και ότι από θαύμα σωθήκαμε, έρχεται κουνιστή-λυγιστή η γυναίκα του σκαφάτου-μούφα celebrity φίλου από τη παραλία, την ίδια παραλία που είμασταν και εμείς.. Το μαλλί της τύπισσας ήταν λες και είχε βγει από το κομμωτήριο, η γραμμή του eyeliner παρέμενε ευθεία και δεν  είχε ίχνος άμμου πάνω της. Εκεί το πήρα απόφαση πως ορισμένες γυναίκες απλά το 'χουνε. Είναι κοκέτες βρε αδερφέ και εγώ όσο και να κοπανήσω τον κώλο μου κάτω αυτό δε θα το καταφέρω ποτέ...Και πριν προλάβετε να μου πείτε ότι δεν είχε βουτήξει κτλ, είχε βουτήξει, την είχα δει....Σα σκυλάκι βέβαια με το κεφάλι έξω αλλά είχε βουτήξει!
Ένας λαγός!!! Ναι, ένας λαγός!!!
Την επόμενη μέρα θα φεύγαμε για Αμοργό όπου και θα συναντούσαμε την υπόλοιπη μισή παρέα. Αφού περιμέναμε το καράβι σχεδόν 2 ώρες τελικά μπήκαμε στο πλυντήριο που ονομάζεται SEA JET και ανανέωσα τους όρκους μίσους που είχα δώσει πριν έξι χρόνια που ταξιδεύαμε προς Φολέγανδρο με τον ίδιο σκυλοπνίχτη. Ευτυχώς το ταξίδι κράτησε μόνο 25', τα οποία όμως είναι υπέραρκετα για να αλλαξοπιστήσεις. Να δηλώσεις υπακοή στον Θορ και σε οποιονδήποτε άλλο Θεό σου υποσχεθεί ότι θα ακουμπήσεις ξανά στεριά.