Για πρώτη φορά θα γράψω μυθιστορηματικά (για αυτό μη με πάρετε με τις πέτρες). Η παρακάτω ιστορία είναι το έβδομο μέρος μιας σκυταλοδρομίας μυθοπλασίας μεταξύ μπλόκερς. Με σειρά εμφάνισης σας παρουσιάζω τη συγγραφική ομάδα (ως τώρα):
- Πέτρος: Μια συνάντηση
- @ριστέα: Ακολουθώντας το ένστικτο
- Χριστίνα: Ακατανίκητη έλξη
- Κατερίνα Βαλσαμίδη: Η παρεξήγηση
- Έλενα Λ: Χάθηκαν όλα;
- Εκφράσου: Η συμφιλίωση
Πεπρωμένο
Ήταν χαρούμενη. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ήταν ξανά χαρούμενη. Μόλις είχε φύγει από το σπίτι του Στέλιου. Έπειτα από τρεις μέρες έπρεπε επιτέλους να πάει και λίγο σπίτι της. Πάνω της είχε ακόμα την μυρωδιά του. Λάτρευε τον τρόπο που μύριζε. Την τόσο χαρακτηριστική μυρωδιά του. Ήταν σίγουρη ότι θα αναγνώριζε την μυρωδιά του ακόμα και με κλειστά μάτια. Σταμάτησε στο φανάρι και περίμενε να ανάψει πράσινο για να περάσει απέναντι όταν ξαφνικά ένιωσε ξανά εκείνη την γνωστή ζάλη. Πιάστηκε από την κολόνα δίπλα της και ανάσανε βαθιά. Αυτές οι ζαλάδες είχαν γίνει όλο και πιο έντονες τελευταία. "Ίσως έχει δίκιο ο Στέλιος, πρέπει να πάω να κάνω εξετάσεις. Ο αιματοκρίτης μου θα είναι στα πατώματα" σκέφτηκε. Ήταν και εκείνο το λιποθυμικό επεισόδιο που την είχε θορυβήσει. "Αύριο το πρωί θα πάω για εξετάσεις" αποφάσισε και μπήκε στο κατάστημα στο οποίο από καιρό είχε προσέξει ένα φόρεμα στην βιτρίνα. Σήμερα θα βγαίνανε μαζί για πρώτη φορά. Ήταν περίεργο το πόσο ανάποδα τα είχανε κάνει όλα. Είχαν κοιμηθεί μαζί, είχαν τσακωθεί και ακόμα δεν είχαν βγει ένα πρώτο ραντεβού.
Είχε αρχίσει από νωρίς να ετοιμάζεται για το βράδυ. Δεν ήξερε που θα πηγαίνανε, ήταν έκπληξη της είχε πει. Εκείνη είχε φορέσει το καινούριο της πράσινο φόρεμα και είχε αφήσει τα μαλλιά της λυτά πάνω στους ώμους της. Στις 9 ακριβώς άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας. "Κατεβαίνω" φώναξε στο θυροτηλέφωνο ενώ έκλεινε κιόλας πίσω της την πόρτα. Ήταν έτοιμη από ώρα, είχε άγχος λες και ήταν 16 και έβγαινε πρώτο ραντεβού. Κοιτάχτηκε για τελευταία φορά στον καθρέφτη του ασανσέρ και γέλασε με τον εαυτό της "γιατί έχεις άγχος ρε χαζή? Σε έχει ξαναδεί" θύμισε στον εαυτό της. Στην αυλή του σπιτιού την περίμενε ο Στέλιος. Με το που την είδε σάστισε, τόσες μέρες την είχε συνηθίσει πιο απλή και ξαφνικά είδε μπροστά του μια άλλη Βάσια. "Είσαι πολύ όμορφη" της ψιθύρισε στο αυτί και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. "Μόνο στο μάγουλο?" του είπε εκείνη κοιτάζοντας τον πονηρά. "Πρώτο ραντεβού, είπαμε. Μη με πεις και λιγούρη". Μπήκανε μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσανε. "Πού θα πάμε? τον ρώτησε. "Είπαμε, έκπληξη" της απάντησε εκείνος. Μετά από μια σύντομη διαδρομή φτάσανε έξω από το μαγαζί του κυρ- Μιχάλη. Ο Στέλιος βγήκε από το αυτοκίνητο και με συνωμοτικές κινήσεις της έκανε νόημα να κάνει ησυχία. "Τι γίνεται? Τι κάνουμε εδώ?" τον ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. "Θα παραβιάσουμε το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη. Έχε μου εμπιστοσύνη" της είπε και έβγαλε από την τσέπη του μια αρμαθιά κλειδιά. Η Βάσια κοίταξε ανήσυχη δεξιά, αριστερά. "Τι κάνω" σκέφτηκε. "Που έχω μπλέξει? Και εάν είναι τρελός? Και εάν είναι εγκληματίας?" Κρύος ιδρώτας είχε αρχίσει να την λούζει και πάνω που ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια, ο Στέλιος άνοιξε την πόρτα από το καφενεδάκι. Μια γλυκιά μουσική ξεχύθηκε από μέσα. Πάνω στο ασπρόμαυρο πάτωμα ήταν σκόρπια δεκάδες κεριά και στο κέντρο ένα μοναδικό τραπέζι περίμενε τους ξεχωριστούς του καλεσμένους. Η Βάσια ήταν άφωνη. "Πότε τα έκανες όλα αυτά?"αναρωτήθηκε. "Ουφ ευτυχώς , δεν έπιασε φωτιά δε λες! Το είχα ένα άγχος. Ευτυχώς ο κυρ Μιχάλης έχει καλή ασφάλεια πυρός" της είπε γελώντας και την σήκωσε στον αέρα. "Ήθελα στο πρώτο μας ραντεβού να έρθουμε εδώ. Εδώ που σε γνώρισα." της είπε και την φίλησε με πάθος.
Είχε περάσει σχεδόν μια εβδομάδα από εκείνο το βράδυ στο καφενείο. Μια εβδομάδα που κύλησε σχεδόν σαν όνειρο. Με αυτούς του δυο να κάνουν βόλτες , να βλέπουν ταινίες και να μιλάνε. Ποτέ στη ζωή της δεν πίστευε ότι θα έβρισκε κάποιον με το οποίον θα είχε τόσα θέματα να συζητάει. Ποτέ δεν πίστευε ότι θα έβρισκε κάποιον που θα την κάνει να γελάει τόσο συχνά. Ποτέ δεν πίστευε ότι θα γινόταν χαρούμενη απλά και μόνο μαγειρεύοντας σε κάποιον. Εκείνη την μέρα ήταν ήδη μεσημέρι και η Βάσια μαγείρευε στο σπίτι του Στέλιου. Από τότε που τα ξαναβρήκανε δε θυμάται να είχε κοιμηθεί κάποιο βράδυ σπίτι της. Είχε μόλις βάλει το γιουβέτσι στο φούρνο όταν χτύπησε το κινητό της. "Ναι, παρακαλώ η κυρία Νικολάου?" την ρώτησε μια ευγενική φωνή στο τηλέφωνο. "Η ίδια" απάντησε. "Σας τηλεφωνούμε από το μικροβιολογικό κέντρο που κάνατε τις εξετάσεις πριν λίγες μέρες. Φαίνεται ότι κάτι δεν πήγε καλά στις εξετάσεις σας. Θα μπορούσατε να έρθετε να κάνετε μια επαναληπτική εξέταση? Μην ανησυχείτε δεν είναι τίποτα" άκουσε να της λέει η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής αλλά αντί να την καθησυχάσει την ανησύχησε περισσότερο. "Μπορείτε να μου πείτε τι συμβαίνει?" την ρώτησε επίμονα η Βάσια. "Τίποτα σοβαρό. Ελάτε όμως από εδώ αύριο κιόλας. Κάποιο πρόβλημα με τα λευκά σας" της είπε και της έκλεισε το τηλέφωνο. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα στο σπίτι ο Στέλιος και έτσι όπως την είδε χλωμή ανησύχησε "Είσαι καλά? την ρώτησε. Η Βάσια ετοιμάστηκε να του πει τα πάντα, για το τηλεφώνημα , για τις εξετάσεις για όλα, αλλά εκείνη την ώρα το μάτι της έπεσε σε μια φωτογραφία που είχαν βγάλει οι δυο τους πριν δυο μέρες. Φαινόταν τόσο χαρούμενοι και οι δύο. Αμέσως μετά το μάτι της έπεσε στην άδεια κορνίζα πάνω στο ξύλινο σκαλιστό έπιπλο. "Ναι, μια χαρά. Απλά δεν πέτυχα το φαγητό και στεναχωρήθηκα" του απάντησε και αμέσως του χαμογέλασε.
Τις επόμενες μέρες ο Στέλιος τις πέρναγε στη δουλειά και η Βάσια στην πολυκλινική κάνοντας εξετάσεις. Ακόμα δεν του είχε πει τίποτα. Ήθελε πρώτα να το σιγουρέψει. Δεν ήθελε να τον ανησυχήσει χωρίς λόγο. Εκείνο το πρωί εκείνος έφυγε όπως πάντα και την φίλησε απαλά στο μάγουλο για να μην την ξυπνήσει. Ένα λεπτό μετά σηκώθηκε και εκείνη. Σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα. Θα έπαιρνε τα αποτελέσματα των εξετάσεων και θα ήξερε επιτέλους τι είχε ακριβώς. Είχε ραντεβού στις 10 με τον γιατρό αλλά δεν άντεχε να περιμένει. Ντύθηκε γρήγορα, φόρεσε για γούρι το μπλε φουλάρι που φορούσε την ημέρα που τον γνώρισε, και πήγε στην πολυκλινική. Δεν περίμενε πολύ στην κρύα αίθουσα αναμονής όταν η γραμματέας φώναξε το όνομα της. "Ο γιατρός σας περιμένει, περάστε". Μπήκε με ασταθή βήματα στο ιατρείο και κάθισε σε μια καρέκλα. Ο γιατρός δεν ήταν όσο αυστηρός ήταν συνήθως και αυτό την ανησύχησε περισσότερο."Έχετε έρθει μόνη? την ρώτησε και εκείνη του έγνεψε καταφατικά. "Δυστυχώς τα αποτελέσματα δεν είναι καλά. Είναι αυτό που φοβόμασταν από την αρχή. Οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία. Πρέπει να αρχίσουμε χημειοθεραπεία άμεσα. Έχουμε αργήσει. Βάσια μ' ακούς?"
Βγήκε σαν υπνωτισμένη στον δρόμο και άρχισε να περπατάει. Λευχαιμία, χημειοθεραπείες, ποσοστά επιβίωσης, φάρμακα, μεθόδους θεραπείας όλα ήταν ανάκατα μέσα στο μυαλό της. Τα άκουσε όλα αυτά ή μήπως τα φαντάστηκε? Άκουσε στα αλήθεια ότι δεν έχουν πολύ χρόνο? Όχι, δε μπορεί. Απλά αγχώθηκε και το μυαλό της άκουγε άλλα από αυτά που έλεγε ο γιατρός. Αύριο θα πήγαινε μαζί με τον Στέλιο στον γιατρό. Αυτός δε μπορεί, θα τα καταλάβαινε καλύτερα. Κάθησε σε ένα παγκάκι. Που βρισκόταν? Ούτε που ήξερε πόση ώρα είχε περπατήσει. Ξαφνικά ένας ήχος την έκανε να πεταχτεί από τη θέση της. Το κινητό της, χτυπούσε το κινητό της. Ήταν ο Στέλιος. Μα φυσικά , θα είχε γυρίσει σπίτι δε θα την είχε βρει εκεί και θα ανησύχησε. Έμεινε να κοιτάει την οθόνη με το όνομα του χωρίς να κάνει καμιά κίνηση να το σηκώσει μέχρι που αυτό σώπασε. Ξαφνικά τον σκέφτηκε μόνο του στο σπίτι. Μόνο του δίπλα από την άδεια κορνίζα. Το κινητό της χτύπησε ξανά αλλά πλέον το είχε πάρει απόφαση. "Δεν είμαστε τυχεροί Στέλιο" ψιθύρισε. Το χέρι της κινήθηκε αποφασιστικά και πάτησε το πλήκτρο της απόρριψης. "Η κλήση σας τερματίστηκε" αναγράφτηκε στην οθόνη του κινητού.
Ακολουθεί η Κλαυδία που θα φιλοξενηθεί στην Πέτρας.