Μετά από αρκετή σκέψη (πέντε ολόκληρα λεπτά, αμέ) αποφασίσαμε πως θα πάμε Αγία Άννα. Πήραμε τηλέφωνο στο κάμπινγκ, βεβαιωθήκαμε πως έχει χώρο για να στήσουμε τα τσαντίρια μας και αρχίσαμε να μαζεύουμε πράγματα.... Να μωρέ δυο πραγματάκια θα παίρναμε μαζί, σιγά που θα πηγαίναμε, δυο σορτσάκια και δυο μαγιό.... Την επόμενη μέρα παίξαμε tetris για να τα χωρέσουμε στο αυτοκίνητο. Τα δυο σορτσάκια και τα δυο μαγιό είχανε μετατραπεί σε δυο νοικοκυριά. Αφού τα στριμώξαμε αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε. Είχαμε πει ότι θα φεύγαμε στις 8:00 και η ώρα ήταν ήδη 10:00. Αυτό μας έκανε να αγχωθούμε πάρα πολύ και να κάνουμε μια στάση μισής ώρας για ένα καφέ και μια τάρτα. Έπειτα εγώ και η φίλη μου είχαμε την φαεινή ιδέα να περάσουμε από το ΙΚΕΑ, το οποίο είχε 10% έκπτωση στα έπιπλα κήπου, για να πάρουμε ένα τραπεζάκι το οποίο η φίλη το είχε στο μάτι εδώ και καιρό. Ο Θ μας έβριζε αλλά τελικά τον πείσαμε για τη χρησιμότητα ενός μικρού, όμορφου τραπεζιού στο κάμπινγκ. Για καλή του τύχη το τραπεζάκι είχε εξαντληθεί και έτσι κατά τις 11:00 ξεκινήσαμε από Αθήνα. Στο δρόμο μας όμως βρήκαμε έναν ιερό ναό του JUMBO και αποφασίσαμε να ανάψουμε ένα κεράκι, να αγοράσουμε μια σαμπρέλα βρε αδερφέ, έστω να πάρουμε μια σαγιονάρα. Η ώρα είχε πάει 12:00, εμείς ήμασταν ακόμα στο σημείο που ξεκινήσαμε και είχαμε ξοδέψει ήδη 30€! Αυτό φίλοι μου ονομάζεται "τρελή επιτυχία".
Στο κάμπινγκ φτάσαμε ντάλα μεσημέρι σαν κοτόπουλα από τις στροφές και τον ήλιο. Στήσαμε τις σκηνούλες μας και φύγαμε για μπάνιο. Η παραλία της Αγίας Άννας δε με ενθουσίασε. Ίσως έφταιγε ότι φύσαγε και ήταν ανακατεμένη, ίσως πάλι ότι εγώ προτιμώ τους κολπίσκους. Δίπλα όμως από την Αγία Άννα υπάρχει μια παραλία-χωριό που λέγεται Αχλάδι. Εκεί μας άρεσε περισσότερο και τις επόμενες μέρες ξεροσταλιάζαμε σε αυτή τη παραλία. Αφού κάναμε το μπανάκι μας και φάγαμε τα ψαράκια μας αρχίσαμε να νυστάζουμε. Γυρίσαμε πίσω στο κάμπινγκ, το οποίο είναι το πιο καθαρό και οργανωμένο κάμπινγκ που έχω πάει ποτέ (ταυτόχρονα όμως είναι και το πιο ακριβό κάμπινγκ που έχω πάει ποτέ) και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για ύπνο. Τότε αντιλαμβάνομαι τι έχουμε ξεχάσει. To sleeping bag. Και όταν πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο στα κάμπινγκ κάνει ψοφόκρυο... Αφού φόρεσα ότι ρούχο βρήκα, κάλτσες, κολάν , ζακέτες συνέχισα να κρυώνω. Έφτασα στο σημείο να πάω δίπλα από μια ψησταριά στην οποία ψήνανε κάτι παιδιά για να ζεστάνω τη μύτη μου στα κάρβουνα. Το βράδυ απλά ξεπάγιασα, τυλίχτηκα με μια καθαρή πετσέτα και κολλούσα όλο το βράδυ πάνω στον Θ. Ο οποίος για κάποιον ανεξήγητο λόγο έσκαγε και με έσπρωχνε να φύγω. Αφού κάναμε αυτό το παιχνιδάκι όλο το βράδυ στο τέλος με έπιασε σπαστικό γέλιο από το γελοίο της κατάστασής μας και δε μπόρεσα να ξανακοιμηθώ μέχρι που βγήκε ο ζεστός ο ήλιος και μετέτρεψε τη σκηνούλα μας σε θερμοκήπιο. Την επόμενη μέρα δεν την ξαναπάτησα, αγόρασα sleeping bag το οποίο, ναι το παραδέχομαι, δεν το μοιράστηκα με τον Θ.
Οι μέρες κύλησαν πολύ γρήγορα. Με πολύ αραλίκι στις ξαπλώστρες, βουτιές σε καταγάλανα νερά, ρακέτες σε σημείο που νόμισα ότι μου βγήκε το χέρι, φαγητό σε ταβερνάκια, νυχτερινές βόλτες στην παραλία με θέα το φεγγάρι και με μια μπύρα στο χέρι. Στιγμές χαλάρωσης και γέλιου. Με μια παρέα στα καλύτερα της που πριν καν προλάβει να γυρίσει από αυτές τις διακοπές κανόνιζε ήδη τις επόμενες...